griego » alemán

αντανακλαστικό [andanaklastiˈkɔ] SUBST nt

1. αντανακλαστικό (αυτόματη κινητική αντίδραση):

αντανακλαστικό
Reflex m
αντανακλαστικό αχίλλειου τένοντα
συνεργές αντανακλαστικό

2. αντανακλαστικό (στο πίσω μέρος οχήματος):

αντανακλαστικό

αντανακλαστικό SUBST

Entrada creada por un usuario
εξαρτημένο αντανακλαστικό nt

Ejemplos de uso para αντανακλαστικό

υπερώιο αντανακλαστικό
αντανακλαστικό τόξο
ψυχογαλβανικό αντανακλαστικό
συνεργές αντανακλαστικό
αντανακλαστικό αχίλλειου τένοντα
αντανακλαστικό nt της κόρης (του ματιού)

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский