griego » alemán

περιεκτικότητα [pɛriɛktiˈkɔtita] SUBST f (και λόγου)

περιεκτικότητα
Gehalt m
περιεκτικότητα σε αέριο
περιεκτικότητα σε βιταμίνες
η περιεκτικότητα σε χρυσό
η περιεκτικότητα σε χρυσό
η περιεκτικότητα τουσε λίπος

περιεκτικότητα SUBST

Entrada creada por un usuario
περιεκτικότητα

Ejemplos de uso para περιεκτικότητα

περιεκτικότητα f τουσε λίπος
η περιεκτικότητα σε χρυσό
περιεκτικότητα f σε μετάλλευμα
περιεκτικότητα σε βιταμίνες
περιεκτικότητα σε αέριο
η περιεκτικότητα τουσε λίπος

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский