alemán » griego

Traducciones de „καταπιστευτική“ en el diccionario alemán » griego

(Ir a griego » alemán)
καταπιστευτική φύλαξη f
καταπιστευτική δικαιοπραξία
καταπιστευτική δικαιοπραξία f
καταπιστευτική διαχείριση f
καταπιστευτική σχέση f
καταπιστευτική σύμβαση f
καταπιστευτική κληροδοσία f
καταπιστευτική περιουσία f
καταπιστευτική διαχείριση f
με καταπιστευτική ιδιότητα
ετερρόρυθμη καταπιστευτική εταιρεία f
griego » alemán

Traducciones de „καταπιστευτική“ en el diccionario griego » alemán

(Ir a alemán » griego)
καταπιστευτική σχέση

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский