griego » alemán

Traducciones de „εκμεταλλεύομαι“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

εκμεταλλεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛkmɛtaˈlɛvɔmɛ] VERB depo. trans.

1. εκμεταλλεύομαι (χρόνο, άνθρωπο, καλοσύνη):

εκμεταλλεύομαι

2. εκμεταλλεύομαι (ορυκτό πλούτο):

εκμεταλλεύομαι

3. εκμεταλλεύομαι (ευκαιρία):

εκμεταλλεύομαι
εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία να κάνω κάτι

Ejemplos de uso para εκμεταλλεύομαι

εκμεταλλεύομαι μια ευκαιρία
εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία να κάνω κάτι

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский