griego » alemán

Traducciones de „ευκαιρία“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

ευκαιρία [ɛfcɛˈria] SUBST f

2. ευκαιρία (δυνατότητα):

ευκαιρία

Ejemplos de uso para ευκαιρία

δεν αφήνω μια ευκαιρία
μη χάσεις ευκαιρία! irón.
αδράχνω την ευκαιρία
αρπάζω την ευκαιρία
χάνω μια ευκαιρία
μου δόθηκε η ευκαιρία να
με την πρώτη ευκαιρία θα
δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα
δε βρήκα ευκαιρία/δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το
είναι η ευκαιρία της ζωής σου!
(δεν) έχω ευκαιρία να κάνω κάτι
δε χάνει ευκαιρία να λέει ότι

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский