griego » alemán

εξέτασ|η <-εις> [ɛˈksɛtasi] SUBST f

1. εξέταση (κάποιας υπόθεσης, ιατρική):

εξέταση
εξέταση αίματος
ιατρική εξέταση
επιτόπια εξέταση
προκαταρκτική εξέταση DER.
προκαταρκτική εξέταση DER.

2. εξέταση (έλεγχος):

εξέταση

locuciones, giros idiomáticos:

κατ' αντιπαράσταση εξέταση DER.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский