griego » alemán

εκκαθάρισ|η <-εις> [ɛkaˈθarisi] SUBST f

1. εκκαθάριση (καθάρισμα):

εκκαθάριση

2. εκκαθάριση (εταιρείας):

εκκαθάριση
εκκαθάριση
αναγκαστική εκκαθάριση
εταιρεία f υπό εκκαθάριση

3. εκκαθάριση (λογαριασμού):

εκκαθάριση
εκκαθάριση λογαριασμών
εκκαθάριση πώλησης

εκκαθάριση SUBST

Entrada creada por un usuario
εθνική εκκαθάριση f

Ejemplos de uso para εκκαθάριση

αναγκαστική εκκαθάριση
εκκαθάριση λογαριασμών
εκκαθάριση πώλησης
εταιρεία f υπό εκκαθάριση

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский