griego » alemán

δάνειο [ˈðaniɔ] SUBST nt

1. δάνειο (ποσό χρημάτων):

δάνειο
εγκρίνω ένα δάνειο
τραπεζικό δάνειο
τραπεζικό δάνειο
αγροτικό δάνειο
ακάλυπτο δάνειο
αποσβεστικό δάνειο
έντοκο/άτοκο δάνειο
δάνειο τακτής λήξης
ενυπόθηκο δάνειο
ενυπόθηκο δάνειο
δάνειο εξυγίανσης
επενδυτικό δάνειο
δάνειο ευκολίας
οικοδομικό δάνειο
οικονομικό δάνειο ECON.
προθεσμιακό δάνειο
χαμηλότοκο δάνειο
χαμηλότοκο δάνειο

2. δάνειο FIN. (μεγάλο και μακροπρόθεσμο):

δάνειο
μετατρέψιμο δάνειο

3. δάνειο LING. (δανεισμένη λέξη):

δάνειο

δάνειο SUBST

Entrada creada por un usuario
κατοχικό δάνειο nt HIST., POL.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский