griego » alemán

ακτινοβολία [aktinɔvɔˈlia] SUBST f

1. ακτινοβολία FÍS.:

ακτινοβολία
ασύμφωνη ακτινοβολία
ακτινοβολία βήτα/γάμμα
ετερογενής ακτινοβολία
ηλιακή ακτινοβολία
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
ακτινοβολία θερμότητας, θερμική ακτινοβολία
ιοντίζουσα ακτινοβολία
κοσμική ακτινοβολία
παραμένουσα ακτινοβολία
ακτινοβολία περιβάλλοντος
πρωτογενής ακτινοβολία
πυρηνική ακτινοβολία
σύμφωνη ακτινοβολία
τεχνητή ακτινοβολία
υπεριώδης ακτινοβολία
υπεριώδης ακτινοβολία
άπω υπεριώδης ακτινοβολία
υπέρυθρη ακτινοβολία
ακτινοβολία υψηλής ενέργειας
φυσική ακτινοβολία
ευαίσθητος στην ακτινοβολία

2. ακτινοβολία fig. (προσώπου, χαμόγελου):

ακτινοβολία

ακτινοβολία SUBST

Entrada creada por un usuario
ακτινοβολία υποβάθρου ASTRON.

Ejemplos de uso para ακτινοβολία

ακτινοβολία θερμότητας, θερμική ακτινοβολία
ακτινοβολία f γάμμα
ιοντίζουσα ακτινοβολία
ασύμφωνη ακτινοβολία
πολυχρωματική ακτινοβολία
υπεριώδης ακτινοβολία
ετερογενής ακτινοβολία
ηλιακή ακτινοβολία
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
κοσμική ακτινοβολία
παραμένουσα ακτινοβολία
ακτινοβολία περιβάλλοντος
πρωτογενής ακτινοβολία
πυρηνική ακτινοβολία
σύμφωνη ακτινοβολία
τεχνητή ακτινοβολία
υπέρυθρη ακτινοβολία

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский